- τετραφωνικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που έχει τέσσερεις φωνές ή αυτός που εκτελείται με τέσσερεις φωνές2. φρ. «τετραφωνικός ήχος»(ακουστ.) ήχος, κυρίως μουσικός, που εγγράφεται και αναπαράγεται από τέσσερεις οδούς και ο οποίος αποτελεί μορφή στερεοφωνικού ήχου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.